- πράτιγο
- το, Ν(για πλοίο και επιβάτες) ελεύθερη επικοινωνία με τους κατοίκους ενός τόπου έπειτα από άδεια υγειονομικής αρχής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. pratigo < ιταλ. pratica < μσν. λατ. practica < πρακτική].
Dictionary of Greek. 2013.