πράτιγο

πράτιγο
το, Ν
(για πλοίο και επιβάτες) ελεύθερη επικοινωνία με τους κατοίκους ενός τόπου έπειτα από άδεια υγειονομικής αρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. pratigo < ιταλ. pratica < μσν. λατ. practica < πρακτική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πράτιγο — το (λ. ιταλ.), η ελεύθερη επικοινωνία των επιβατών πλοίου με τους κατοίκους ξένου τόπου, η ελευθεροκοινωνία: Οι επιβάτες του πλοίου ρώτησαν τον κυβερνήτη, αν υπάρχει πράτιγο στο λιμάνι που έφτασαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρατιγάρω — Ν (για πλοίο και επιβάτες) επικοινωνώ με τους κατοίκους ενός τόπου έπειτα από άδεια τής υγειονομικής αρχής, ελευθεροκοινωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. pratigare (βλ. και λ. πράτιγο)] …   Dictionary of Greek

  • ελευθεροπλοΐα — η το να είναι ελεύθερος ο πλους σε κάποια θάλασσα, λίμνη ή ποταμό, το πράτιγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρατιγάρω — (από την ιταλ. λ. πράτιγο), ελευθεροκοινωνώ, επικοινωνώ ως επιβάτης πλοίου με τους κατοίκους ξένου τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”